μονώνομαι

μονώνομαι
μονώνομαι, μονώθηκα, μονωμένος βλ. πίν. 4
——————
Σημειώσεις:
μονώνομαι : η λόγια μτχ. μεμονωμένος έχει επιβιώσει ως επίθετο ( αυτός που δε συνδέεται με άλλο, που αποτελεί ξεχωριστό φαινόμενο, ξεχωριστή περίπτωση).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”